ξιδερός

ξιδερός
-ή, -ό [ξίδι]
1. ξιδάτος
2. το ουδ. ως ουσ. το ξιδερό
δοχείο ξιδιού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξιδερά
λαχανικά που έχουν διατηρηθεί αρκετό καιρό μέσα σε ξίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”